Η επανάσταση του 1866
Με την λήξη του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1856), και την σωτηρία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις, ο Σουλτάνος αναγκάστηκε με την Συνθήκη των Παρισιών να παραχωρήσει στον χριστιανικό πληθυσμό σημαντικά προνομία. Τα μεταρρυθμιστικά αυτά μέτρα, γνωστά ως Χάτι Χουμαγιούν, αν και πράγματι παρείχαν σημαντικά προνομία, εν τούτοις δεν παρείχαν την ελευθέρια. Και τους αγωνιστές της Κρήτης τους ενδιέφερε μόνο η ελευθέρια και η ένωση με την Ελλάδα. Πέραν αυτού όμως τα αίτια για την Επανάσταση ήταν ακριβώς η μη εφαρμογή στην Κρήτη του Χάτι Χουμαγιούν. Η άρνηση των Τούρκων για την παροχή των προνομιών, καθώς και η επιβολή νέων σκληρών φορών, αλλά και το επαχθές μέτρο της απαγόρευσης της κυκλοφορίας σε πολλές επαρχίες, σε συνδυασμό με την άσβεστη επαναστατική συνείδηση των Κρητών, αποτέλεσαν τα αίτια για την έκρηξη της Επανάστασης. Η αφορμή εδόθη με την ανακοίνωση της επιβολής νέων φόρων στα αγροτικά προϊόντα, γεγονός που είχε γονατίσει οικονομικά τον πληθυσμό του νησιού, αλλά και το λεγόμενο μοναστηριακό ζήτημα. Ο διοικητής του νησιού Ισμαήλ πάσας, αποφάσισε να αφαιρέσει μεγάλο μέρος της περιουσίας των μοναστηριών, τα οποία είχαν ουσιαστικά και μεγάλες γεωργικές εκτάσεις απλών πολιτών για προστασία από την αρπαγή των Τούρκων. Οι Επαναστάτες συντάσσουν αρχικά ένα υπόμνημα προς τον Σουλτάνο που αναφέρουν τις καταπιέσεις του υφίστανται, και την επαναστατική διακήρυξη στις 20 Ιουλίου προς του προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Επανάσταση εκρήγνυται από το χωριό Ασκύφου Σφακίων, και γρήγορα εξαπλώνεται σε όλες τις περιοχές της δυτικής Κρήτης. Στην ελεύθερη Ελλάδα επικρατεί λαϊκός ενθουσιασμός, αλλά η κυβέρνηση των Αθηνών είναι τραγικά ανήμπορη να συμπαρασταθεί στους υπόδουλους Έλληνες, μιας και ο κίνδυνος των Τούρκων στα σύνορα της Θεσσαλίας είναι πλέον ορατός. Πολλές επιτροπές, όπως η «Κεντρική υπέρ Κρητών επιτροπή» συγκροτούνται στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις με σκοπό την οικονομική ενίσχυση των επαναστατών. Στην Κρήτη όμως η κατάσταση δυσκολεύει. Ο σουλτάνος αναθέτει την καταστολή της επανάστασης στον Αλβανό Μουσταφά Ναϊλή πασά. Οι Έλληνες αν και σημειώνουν σημαντικές νίκες στις μάχες στη θέση Αλιάκες, και στις Βρύσες Κυδωνίας, αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους, οι οποίοι υπερτερούν κατά κράτος σε αριθμό και εξοπλισμό. Ο Μουσταφά πασάς σημειώνει συντριπτική νίκη στο χωριό Βαφέ, και καταλαμβάνει ολόκληρη την επαρχία του Αποκόρωνα. Ο Μουσταφά πασάς, εισβάλλει πλέον στο Ρέθυμνο.
Η Μάχη του Αρκαδίου
Έδρα της επαναστατικής επιτροπής ήταν η Μονή Αρκαδίου, όπου ο Γενικός Αρχηγός των επαναστατών συνταγματάρχης(ΠΖ) Πάνος Κορωναίος, εθελοντής πολεμιστής, είχε εγκαταστήσει ως φρούραρχο τον επίσης εθελοντή αξιωματικό Ιωάννη Δημακόπουλο ανθυπολοχαγό (ΠΒ). Οι Τούρκοι εισβάλλουν στον Μυλοπόταμο, και στο μοναστήρι καταφεύγουν πολλοί άμαχοι, γυναίκες και παιδιά για να γλιτώσουν από την εκδικητική θηριωδία των Τούρκων. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Κορωναίος είχε προτείνει να εγκαταλειφθεί η Μονή, λόγω της ανοχύρωτης θέσεώς της, αλλά αυτό ήταν αδύνατον λόγω των αμάχων που είχαν καταφύγει εκεί. Επίσης πρότεινε να κατεδαφιστούν οι στάβλοι και ο νερόμυλος, γιατί θα καταλαμβάνονταν γρήγορα από τους Τούρκους και θα χρησιμοποιούντο ως προμαχώνες. Ο ηγούμενος αρνήθηκε με την δικαιολογία πως δεν απομένει χρόνος, επιλογή η οποία εκ του αποτελέσματος αποδείχτηκε μοιραία λανθασμένη. Μετά από αυτή την εξέλιξη ο Κορωναίος δηλώνει πως αδυνατεί να υπερασπίσει την Μονή και αποχωρεί, αφήνοντας επικεφαλής της Φρουράς τον Δημακόπουλο με την διαταγή «Θέλεις υπερασπισθή το Αρκάδι μέχρι τελευταίας πνοής».
Το ξημέρωμα της Τρίτης 8 Νοεμβρίου, ο Μουσταφά πασάς με ένα πλήθος 23.000 στρατιωτών (ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν 2000 Αλβανοί και περίπου 5000 Τουρκοκρητικοί και Αιγύπτιοι) κυκλώνει το μοναστήρι. Μέσα στο Αρκάδι υπήρχαν 964 ψυχές, 325 άνδρες εκ των οποίων 259 με όπλα. Ο Αιγύπτιος διοικητής Σουλεϊμάν μπέης ζητάει από τον ηγούμενο Γαβριήλ Μαρινάκη να παραδώσει το μοναστήρι, ο ηγούμενος του απαντάει ως αληθινός Έλληνας, με μια μόνο φράση «θα πολεμήσωμεν». Η επίθεση των Τούρκων είναι συνεχής και σφοδρότατη, καθώς επιτίθονταν με 30 μικρά κανόνια κατά του τείχους της Μονής. Η άμυνα των Ελλήνων αγωνιστών είναι ηρωική αλλά η συντριπτική υπεροχή δυνάμεων των Τούρκων δεν τους αφήνει περιθώρια. Η πρώτη ημέρα της πολιορκίας περνάει με τους Έλληνες να έχουν δώσει ένα σκληρό μάθημα στους Τουρκαλβανούς, οι οποίοι όμως έχουν καταλάβει τους στάβλους και τον νερόμυλο της Μονής, έχοντας πλησιάσει πλέον μόλις λίγα μέτρα από το τείχος. Ο Μουσταφά έχοντας σοβαρές απώλειες, και με φήμες να κυκλοφορούν πως έρχονται επαναστάτες από τον Μυλοπόταμο, σκέφτεται να λύσει την πολιορκία και να ανασυντάξει τις δυνάμεις του. Οι Τουρκοκρητικοί όμως οι οποίοι μισούσαν ποιο πολύ και από τους Τούρκους τους Έλληνες αδελφούς τους τον πείθουν να συνεχίσει την πολιορκία.
Τη νύχτα της 8ης προς 9ης Νοεμβρίου τελείται στον ναό της Μονής μια κατανυκτική Θεία Λειτουργία πρωτοστατούντος του ηγουμένου Γαβριήλ. Άπαντες μεταλαμβάνουν των Αχράντων Μυστηρίων και ζητούν συγχώρεση. Ξέρουν πως το τέλος είναι κοντά. Ο Φρούραρχος της Μονής Ανθυπολοχαγός Δημακόπουλος, στέλνει εσπευσμένα μηνύματα για ενίσχυση στον συνταγματάρχη Κορωναίο, που είχε αποχωρήσει από τη Μονή, και στους Κρήτες οπλαρχηγούς της περιοχής. Λόγω της πρωτοφανούς κακοκαιρίας που επικρατούσε εκείνες τις ημέρες στο Ρέθυμνο, η βοήθεια δεν θα φτάσει ποτέ.
Οι υπερασπιστές του Αρκαδίου πολεμούν πλέον χωρίς καμία ελπίδα πέρα από τις δυνάμεις τους και τον Θεό. Οι έφοδοι των Τούρκων όμως και τη δεύτερη μέρα της πολιορκίας συντρίβονται πάνω στα ελληνικά όπλα. Ο Μουσταφά πασάς διατάζει να φέρουν από το Ρέθυμνο δυο μεγάλων διαστάσεων κανόνια, για να ισοπεδώσει το τείχος του Αρκαδίου. Η μάχη συνεχίζεται σκληρότατη μέχρι το απόγευμα. Τότε το δυτικό μέρος του τείχους διαλύεται από τα τουρκικά πυροβόλα και οι βάρβαροι εισβάλουν στον περίβολο του μοναστηριού. Η μάχη γίνεται σώμα με σώμα, και μέσα σε αυτήν την κόλαση ο άμαχοι μεταφέρονται στην αποθήκη πυρομαχικών της Μονής, ένα κελάρι οίνου, που είχε μετατραπεί για τις ανάγκες το αγώνα.
Το ολοκαύτωμα
Το τι επακολούθησε την είσοδο των Τούρκων στο Αρκάδι είναι αδύνατον να περιγραφεί. Οι σφαγές και οι θηριωδίες είναι πέρα από κάθε ανθρώπινη λογική. Την ώρα που οι τελευταίοι υπερασπιστές του Αρκαδίου έδιναν τον υπέρ πάντων αγώνα, οι γέροντες, οι τραυματισμένοι και τα γυναικόπαιδα είχαν συγκεντρωθεί από τον καπετάνιο Κωστή Γιαμπουδάκη, από το χωριό Άδελε Ρεθύμνου, στην πυριτιδαποθήκη του μοναστηριού. Είχαν αποφασίσει να ανατιναχτούν παρά να παραδοθούν στους Τούρκους. Εκεί γράφτηκε η τελευταία πράξη του Αρκαδικού δράματος. Ο Καπετάν Κωστής αφού έκανε τον σταυρό του, βάζει φωτιά στην πυρίτιδα γράφοντας τον επίλογο στο έπος του Αρκαδίου. Λέγεται πως η έκρηξη ήταν τόσο ισχυρή που ακούστηκε ως το Ηράκλειο. Με την έκρηξη οι Τούρκοι όπως αναφέρουν οι πήγες τα χάνουν και για λίγη ώρα στέκονται ακίνητοι. Αμέσως μετά με λύσσα αρχίζουν να σφάζουν όσους ζωντανούς. Ειδικά στην τράπεζα της Μόνης είχαν καταφύγει περίπου 30 πολεμιστές, οχυρωμένοι. Οι Τουρκοκρητικοί τους έσφαξαν όλους, αφού πρώτα τους έπεισαν με δόλο να παραδοθούν. Η τράπεζα πάνω στην οποία μαρτύρησαν οι εθνομάρτυρες αυτοί, υπάρχει ακόμη και σήμερα στον ίδιο ακριβώς χώρο.
Αξίζει να σημειωθεί πως όλες οι ιστορικές πηγές αναφέρουν πως την νύχτα που έπεσε το Αρκάδι παρουσιάσθηκε το φαινόμενο βροχής διαττόντων αστέρων. Η λαϊκή παράδοση του έδωσε την ερμηνεία πως είναι άγγελοι που έπαιρναν τις ψυχές των μαρτύρων. Οι Τούρκοι φοβήθηκαν τόσο πολύ από το φαινόμενο αυτό, που αποφάσισαν να μην γκρεμίσουν το μοναστήρι όπως αρχικά είχαν αποφασίσει. Η θυσία των Κρητών το 1866 είχε σαν αποτέλεσμα να επανέλθει στο διεθνές διπλωματικό προσκήνιο το Κρητικό ζήτημα, ενώ οι φρικαλεότητες των Τούρκων, και το συγκλονιστικό Ολοκαύτωμα συγκλόνισαν τόσο την ελληνική όσο κυρίως τη διεθνή κοινή γνώμη.
Μια παράξενη αίσθηση σε καταλαμβάνει όταν επισκέπτεσαι το μοναστήρι αυτό. Θαρρείς και τα στοιχειά των πολεμιστών του βρίσκονται ακόμη εκεί για να θυμίζουν πως κάποτε οι Έλληνες πολεμούσαν και πέθαιναν υπέρ Πίστεως και Πατρίδος.
Ευάγγελος Χανιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου