Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Ο ΞΩΠΑΤΕΡΑΣ

Ο Ξωπατέρας γεννήθηκε το 1788 στην περιοχή της μεσσαράς, το όνομα του Ιωάννης Μαρκάκης.
Οταν μεγάλωσε πήγε στην Ιερά Μονή της Οδηγήτριας και έγινε καλόγερος, εκεί στην μονή γνωρίστηκε με πολλούς Κρητικούς επαναστάτες που αντιμάχονταν τους Τούρκους: Κόρακα, Μαλικούτη, Μαστραχά, Ρωμανό, Τσακίρη, Σκουντή και άλλους.
Το 1810 η φήμη του ως προστάτη των χριαστιανών ειχε εξαπλωθει σε ολόκληρη την κρήτη,τα κατορθώματα και οι ηρωικές του πράξεις είχαν ξεσικώσει ολόκληρη την μεσσαρά.
Οι τούρκοι έκαναν αναφορά στον μητροπολίτη και μετά από εκβιασμούς και απειλές ο μητροπολίτης τον καθαίρεσε δηλαδή τον έκανε ξώπαπα και από εκεί έχει μείνει και το προσωνύμιο «Ξωπατέρας».
Ο ξωπατέρας δεν σταμάτησε την δράση του και σκοτώνει στην μεσσαρά τον αρχιγενίτσαρο αγριολήδη ο οποίος ήταν το καμάρι των τουρκων στο νησί,οι τούρκοι αποφάσισαν να εξορμήσουν εναντίον της Οδηγήτριας τον Φεβρουάριο του 1829 με δύναμη 3.000 στρατιωτών Ο Ξωπατέρας είχε ενημερωθεί για την εκστρατεία των Τούρκων και ειδοποίησε τους άλλους μεσσαρίτες οπλαρχηγούς να τρέξουν σε βοήθεια, κάτι που όμως δεν συνέβει αφού λόγω των δυνατών βροχοπτώσεων είχε πλημμυρίσει ο γεροπόταμος και δεν μπόρεσαν να τον περάσουν ωστε να βοηθήσουν τον Ξωπατέρα. Στο μοναστήρι βρίσκονταν πέντε καλόγεροι και πέντε λαϊκοί ανάμεσα στους οποίους και η αδελφή του Ξωπατέρα.
Μέσα από τον πύργο που σώζεται μέχρι σήμερα στον περίβολο του μοναστηριού ο Ξωπατέρας και οι συμαχητές του έδωσαν σκληρή μάχη που κράτησε τρία μερόνυχτα . Την τρίτη ημέρα όλοι οι συμαχητές του Ξωπατέρα είχαν σκοτωθεί (εκτός από την αδερφή του, την οποία είχε κατορθώσει να φυγαδεύσει από την μονή την προηγούμενη ημέρα) και αυτός αγωνίζονταν μόνος ,οι τούρκοι έβαλαν φωτιά στον πύργο ο Ξωπατέρας δεν παραδιδετε αλλα μάχετε σαν τους προγόνους του ,πληγωμένος βγαίνει έξω απο τον πύργο και πολεμά τους τούρκους στο ενα χέρι κρατα το όπλο και στο άλλο το σπαθί,ο Ξωπατέρας πέφτει, οι τουρκοί τον σκοτώνουν και τον αποκεφαλίζουν,έτσι χάνετε ενας μεγάλος ήρωας.
Η κρητική μούσα τιμά τους ήρωές της, και σε αυτή ανήκει το παρακάτω παραδοσιακό τραγούδι που διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και αναφέρεται στη ζωή και το θάνατο του Ξωπατέρα:
«Πουλιά μην κελαηδήσετε Σάββατο ως Δευτέρα,
γιατί τον εσκοτώσανε Τούρκοι τον Ξωπατέρα.
Μηδέ στην Κρήτη ακούστηκε μηδέ στην Ιγγλετέρα,
να πολεμήσει την Τουρκιά ωσάν τον Ξωπατέρα.
Σαν ήθελε στο Τοπαλτί να κατεβή μια ώρα,
μικρούς μεγάλους την Τουρκιά την μάζευε στη χώρα.
Ένα πρωί σηκώθηκε στον κάμπο κατεβαίνει,
κι επτά αγάδων κεφαλές επήρε εις το χέρι.
Τις κεφαλές τις έκοψε στον ήλιο τις ξαπλώνει,
και η Τουρκιά ως το ‘μαθε περίσσα ξαγριώνει.
Επήρε και μια κεφαλή την κάνει μπαϊράκι,
κι οι Τούρκοι την εβλέπανε και πίνανε φαρμάκι.
Αναφορά εκάμανε αμέσως και τερτίπι,
για να σκοτώσουν τον παπά να ξεμπερδέψει η Κρήτη.
Δευτέρα ετοιμάζονταν, Δευτέρα ως Σαββάτο,
στου Ξωπατέρα για να παν τον Πύργο από κάτω.
Ο Μαλικούτης αρχηγός του διπλοπαγγέρνει,
για το Θεό αξάδερφε στον Πύργο μην κοιμάσαι,
για σε ετοιμάζεται η Τουρκιά και θα παραπονάσαι.
Εγώ με τ’όνομα του Θεού και με της Παναγίας,
στον Πύργο μέσα θα κλειστώ, Τούρκους δεν έχω χρεία.
Κι έστεκε και επερίμενε με το γυμνό μαχαίρι.
Κι άξαφνα βλέπει από μακριά πασά με το καούκι,
και αξοπίσω να κλουθούν εννιά χιλιάδες Τούρκοι.
Αγλακηχτοί πηγαίνανε και με φωνές μεγάλες,
μα ο παπάς τοιμάστηκε να τους δεχθή με μπάλες.
Κοντά, κοντά όταν φτάσανε στον Πύργο από κάτω,
του Ξωπατέρα ξαφνικά βροντά το καριοφύλλι,
κι έναν αγά ωσάν τ’ ασκί ρίχνει απ’ το μπεγίρι.
Στου Πύργου την άλλη μεριά άλλος αγάς σκαλώνει,
ο Ξωπατέρας του ‘ρίξε στη γη τόνε ξαπλώνει.
Κι οι Τούρκοι άμα είδανε και πέφταν τόσες μπάλες
δεν είναι Ξωπατέρας επά μονό ‘ναι Ξωπαπάδες.
Κι αμέσως φοβηθήκανε και λάγαραν του Πύργου.
Μηνά του ο Σαϊτ Αγάς να του τον παραδώσει,
γιατί φωτιά του Πύργου του ως το πρωί θα δώσει.
Δεν προσκυνώ εγώ Τουρκιά καλιά θα πολεμήσω,
μέσα στον Πύργο θα κλειστώ να σα σε διαγουμίσω.
Ξαναμηνά του ο Αγάς παραδώσου Ξωπατέρα,
γιατί έφτασε το τέλος σου κι η άσκημη σου μέρα.
Μα αν πεινάτε κι ήρθατε να σα σε μαγειρέψω,
πάλι αν θέλετε καυγά κορμιά θα μακελέψω.
Μα τι να κάμω του καιρού που τρέξαν τα ποτάμια,
μα δω θελα βρωμέσουνε τσ’ Οδηγήτριας τα πλάγια.
Μα τι να κάμω του καιρού που χω λαβή στο χέρι,
μα της Τουρκιάς δε θα ‘μενε κανείς σ’ αυτά τα μέρη.
Σαν έφρανα το χέρι μου κι έφρανα το κορμί μου,
έλα κι ασύ Σαϊτ Αγά πάρε την καφαλή μου.
Την κεφαλή του έκοψαν στο Κάστρο την επήγαν .
Μα όσοι Χριστό ονομάζομε και τονε προσκυνούμε,
λιβάνι να του βάνομε και να του συγχωρούμε.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου